- αλγεσιδωρος
- ἀλγεσίδωροςἀλγεσί-δωρος2приносящий страдания Sappho
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλγεσίδωρος — ἀλγεσίδωρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί άλγος, πόνο, ψυχική οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλγεσι (< ἄλγος) + δωρος (< δῶρον)] … Dictionary of Greek
ἀλγεσίδωρος — bringing pain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεσίδωρον — ἀλγεσίδωρος bringing pain masc/fem acc sg ἀλγεσίδωρος bringing pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)